- αμπελουργικός
- -ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) [ἀμπελουργός]1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργικήη τέχνη τής αμπελοκαλλιέργειας και τού αμπελουργού, η αμπελουργία.
Dictionary of Greek. 2013.